- φυσηξιά
- ηφύσημα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσηξία — η, Ν φύσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυσηξ τού αορ. φύσηξ α τού φυσώ + κατάλ. ιά (πρβλ. κλεψ ιά)] … Dictionary of Greek
φυσηματιά — η φυσηξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύσημα — το, ατος 1. η δημιουργία ρεύματος αέρα, η παραγωγή αέρα, η πνοή ανέμου. 2. η εκτόξευση προς κάποια κατεύθυνση ρεύματος αέρα με φυσητήρα (βλ. λ.) ή με το στόμα ή με τα ρουθούνια, φυσηξιά, φυσηματιά. 3. (ιατρ.), χαρακτηριστικός παθολογικός ήχος που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)